- νευροποιητικός
- νευροποιητικός, -ή, -όν (Α)αυτός που δημιουργεί νεύρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + ποιῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νευροποιητικῇ — νευροποιητικός making sinews fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεύρο — το (ΑΜ νεῡρον) 1. συν. στον πληθ. τα νεύρα βιολ. όργανα υπό μορφή υπόλευκης ταινίας ή νήματος τα οποία μεταφέρουν τις αισθητικές και κινητικές διεγέρσεις μεταξύ εγκεφάλου και νωτιαίου μυελού αφ ενός και τών διαφόρων οργάνων, αφ ετέρου, και πρός… … Dictionary of Greek